Απολαμβάνοντας διαδικτυακή λογοτεχνία με αφιέρωμα σ΄έναν σημαντικό λογοτέχνη που μας πρόσφερε απλόχερα μια εξαιρετική γραφή κι ένα μυθιστόρημα που θα αγγίξει τις καρδιές σας …
Καλή ανάγνωση στο βιβλίο του εξαιρετικού Άγγελου Μπατουδάκη , που κάθε Κυριακή σας κρατάει την καλύτερη συντροφιά και σας ταξιδεύει σε εποχές , εικόνες και ιστορίες με δυνατή πλοκή …
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Οι Khlysty
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών
1. Το μπιλιέτο -ο ανθρωποθεός -η συνάντηση με τον διευθυντή
Βρήκαν την Πετρούπολη παγωμένη, γεμάτη κρυστάλλους που έλαμπαν. Η Νάντια ανέθεσε στον Πέτρο την αναφορά τους. Θα έπρεπε να κρύψει την αποτυχία τους. Οι ιουδάιοι δεν έφυγαν την άλλη μέρα, ξεκίνησαν να φτιάχνουν τις σκεπές τους. Ο Πέτρος πήγε γραμή στην πολυκατοικία του. Ήταν χειρότερη από το τρένο, γεμάτη από καυγάδες, μεθυσμένους και κλάματα μωρών. Έγραψε την αναφορά τους μέχρι την μέση. Έβαλε δίπλα της τον Καμβύση να τον διορθώνει παράλληλα. Η θυρωρός του χτύπησε την πόρτα. Του έδωσε ένα μπιλιέτο. Το είχε φέρει ένας αμαξάς.
Ήταν από τον Αλεξέι Κορνίλοφ. Έπρεπε να πάει να τον βρει, τον περίμενε στο διαμέρισμά του. Ξεκίνησε με τα πόδια. Η άμαξα ήταν πολυτέλεια. Ήταν συνηθισμένος στις μακρινές διαδρομές από τα χρόνια της αλητείας. Ποτέ δεν τις σταμάτησε. Τις νύχτες έπαιρνε τους δρόμους, κάλυπτε απίστευτες αποστάσεις. Τον έβλεπαν να μιλάει στον άνεμο, να γελάει μόνος του, να κουνάει τα χέρια του.
Ο Αλεξέι ζούσε με μια καλή συνοικία, σε μια καινούργια πολυκατοικία. Κρατούσε πέντε δωμάτια με λουτρό. Περνούσαν πολλά λεφτά από τα χέρια του αλλά τα ξόδευε όλα και είχε χρέη. Ο Πέτρος χτύπησε την πόρτα. Του άνοιξε μια υπηρέτρια. Βρήκε τον Μπόρις στο σαλόνι, στο μπιλιάρδο. Η αρκούδα έτρεφε γενειάδα, είχε σεβασμό στην παράδοση και γνωριμίες στο Παλάτι. Η Νάντια τον αντιμετώπιζε με σεβασμό. Ήταν ερωτύλος και σπάταλος, ανοικονόμητος σαν τον Αλεξέι. Η δεύτερη δουλειά του ήταν οι κρατικές προμήθειες. Αλλά τα του έτρωγαν όλα οι συνεργάτες του, αυτόν τον είχαν μόνο για μπροστινό.
Ο Πέτρος πήγε στην κάβα. Ο Αλεξέι είχε μια συλλογή από λικέρ. Ήταν κόκκινα, κίτρινα, πράσινα, μπλε, λευκά, μαύρα, όλα τα χρώματα. Τα μπουκάλια τους ήταν περίτεχνα σαν εκείνα που φύλαγαν τα τζίνι. Τα άνοιξε το ένα μετά το άλλο. Πήρε ένα ποτήρι και έριξε μέσα του λίγες σταγόνες από το καθένα. Θα τα έπινε όλα μονομιάς. Το είχε σχεδιάσει από καιρό.
«Τον τέλειωσες τον Καμβύση;» τον ρώτησε ο Μπόρις. Η φωνή του ήταν γεμάτη κακία. Ο Πέτρος δεν του απάντησε, τον κοίταξε θυμωμένος.
«Είσαι αμόρφωτος», του είπε ο Μπόρις. «Γιατί παριστάνεις το συγγραφέα; Απορώ με το θράσος σου. Αλήθεια, διάβασες ποτέ σου Ντοστογιέφσκι;»
«Δεν τον θεωρώ σπουδαίο».
«Οι περισσότεροι διευθυντές μας τον έχουν διαβάσει».
«Αν με υποστήριζαν οι τσάροι, θα ήμουν σαν αυτόν. Εγώ δεν κάθισα ποτέ μου στο ίδιο τραπέζι με τους τσάρους».
«Είσαι ο μεγαλύτερος παλιάνθρωπος που γνώρισα!», του είπε ο Μπόρις.
«Και ο πιο χυδαίος», τον προκάλεσε ο Πέτρος.
«Ξέρεις τι σημαίνει “ανθρωποθεός”; Είναι μια λέξη που χρησιμοποίησε ο Ντοστογιέφσκι. Ψάχνω κάποιον να μου την εξηγήσει».
Είχε γράψει ότι δεν πίστευε στον Θεάνθρωπο αλλά στον «ανθρωποθεό».
«Δεν σημαίνει τίποτα», απάντησε ο Πέτρος. «Το νομίζετε βαθειά φιλοσοφία επειδή το έγραψε εκείνος».
«Ούτε ο Ντοστογιέφσκι ήξερε τι σήμαινε», ακούστηκε μια φωνή δίπλα τους. «Το αισθανόταν όμως».
Ήταν ο Αλεξέι. Φορούσε μια κόκκινη ρόμπα με χρυσό κορδόνι. Οι παντόφλες του ήταν βελούδινες. Όλα εισαγωγής, προφανώς από την Αγγλία. Ήταν στεφανωμένος με τα ξανθά μαλλιά μου. Είχε και εκείνο το ξανθό γενάκι. Έμοιαζε με λόρδο. Ή και τον ίδιο το Χριστό.
«Ο Ντοστογιέφσκι ήταν ένας προφήτης», είπε ο Αλεξέι. «Μοιράστηκε μαζί μας μια μυστική του εμπειρία».
«Και γιατί να μην συμβαίνει και σε εμένα το ίδιο;», ρώτησε ο Πέτρος. «Να γράφω ότι μου κατεβαίνει και οι άλλοι να το ψάχνουν;».
«Επειδή δεν μας έπεισες ότι το αξίζεις!» του απάντησε ο Μπόρις.
«Είναι μια συνωμοσία της κοινωνίας εναντίον σου», του είπε ο Αλεξέι.
Έβαλε τα γέλια. Ο Μπόρις τον ακολούθησε. Ο Αλεξέι σοβάρεψε.
«Η Νάντια και ο διευθυντής μας σε περιμένουν», είπε στον Πέτρο. «Άφησαν τα ζεστά τους σπίτια και πήγαν στο σταθμό μας για χατήρι σου».
Η Οχράνα δεν είχε τότε κεντρικό, είχε μόνο σταθμούς. Κεντρικό απέκτησε μετά από λίγα χρόνια. Ήταν στην κακόφημη συνοικία Φοντάνκα.
«Θα σε βρίσουν, Πέτρο», του είπε ο Μπόρις. «Έχεις καθυστερήσει πολύ».
«Έπρεπε να μου το πείτε πιο νωρίς», παραπονέθηκε ο Πέτρος.
«Σε ψάξαμε στην διεύθυνση που δηλώνεις», του απάντησε ο Αλεξέι. «Δεν σε βρήκαμε. Ευτυχώς, ήξερε τη νέα σου διεύθυνση ο Ιβάν».
«Μαλώνει συνέχεια με τους σπιτονοικοκυραίους του και τον διώχνουν», είπε ο Μπόρις.
Ο Πέτρος βγήκε πάλι στο δρόμο. Άρχισε να τρέχει. Κάθε λίγο κοίταζε το ρολόι του. Στα αυτιά του βούιζαν οι φωνές του διευθυντή και της Νάντια. Είχε και ένα δεύτερο λόγο να τρέχει: Ήταν ερωτευμένος με την αρχηγό τους. Ήθελε να την βλέπει συνέχεια. Ήταν ένας έρωτας καταδικασμένος. Δεν θα γινόταν ποτέ πλούσιος για να την παντρευτεί. Στον σταθμό η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Ανέβηκε εκεί που είχε φως. Τον περίμεναν σε ένα γραφείο. Ένας ιπποπόταμος με γενειάδα και ένα παραδείσιο πουλί.
«Αυτός είναι που έγραψε τις επιστολές του Βλαντίμιρ Καρπόφ;», ρώτησε ο διευθυντής την Νάντια. Εκείνη το επιβεβαίωσε. Οι επιστολές ήταν πλαστές και ο Καρπόφ ανύπαρκτος. Η ιδέα ήταν ενός διευθυντή. Την υλοποίησε ο Πέτρος με τον καλύτερο τρόπο. Ο Καρπόφ ήταν επαναστάτης, ουκρανός και ιουδαίος. Απηύθυνε τις επιστολές του στους συντρόφους του. Περιέγραφε τα εγκλήματά τους: Εμπρησμούς, βομβιστικές επιθέσεις, ληστείες. Οι επιστολές είχαν δημοσιευθεί στις σοβαρότερες εφημερίδες. Είχαν προκαλέσει σάλο.
«Αυτός είναι που γράφει τις αναφορές σας;» ρώτησε ο διευθυντής.
«Σχεδόν σε όλες τις ομάδες», απάντησε η Νάντια. «Για λίγα καπίκια».
«Είναι όλες ίδιες», είπε ο διευθυντής. «Είναι όμως πειστικές».
«Συνδέω τα πάντα με μικρούς συσχετισμούς», πετάχτηκε ο Πέτρος.
«Δεν κάνετε τίποτα σωστό!», γαύγισε ο διευθυντής. «Τζάμπα τρώτε το ψωμί σας».
Γύρισε στη Νάντια.
«Είναι πράγματι αυτός που χρειαζόμαστε;»
«Δεν υπάρχει κάποιος καλύτερος. Αυτός ζει για να γράφει. Άλλωστε, θα τον επιβλέπει ο Ιβάν Πεντρένσκι. Εκείνος είναι μορφωμένος».
Ο διευθυντής πλησίασε τον Πέτρο, τον άγγιξε με το κεφάλι του.
«Γιατί μυρίζεις;», τον ρώτησε. «Γιατί δεν πλένεις τα ρούχα σου με σαπούνι; Είσαστε όλοι ζώα, τρώτε τους μισθούς σας στο ποτό. Το Παλάτι νομίζει ότι τους υπεξαιρούμε».
Η αρχηγός γύρισε στον Πέτρο.
«Θα έρθω να σε πάρω αύριο το πρωί».
2. Τα Πρωτόκολλα -μόλις έγινες μεγάλος συγγραφέας
Ο Πέτρος επέστρεψε στο σπίτι του. Είπε στη θυρωρό την ώρα που έπρεπε να τον ξυπνήσει. Τέλειωσε την αναφορά και άρχισε την εργασία ενός γιατρού. Θα την έφτιαχνε κλέβοντας αποσπάσματα από πέντε άλλες. Κοιμήθηκε το ξημέρωμα. Η Νάντια ήρθε με μια άμαξα. Ο Πέτρος κάθισε απέναντί της.
«Θα γράψεις ένα βιβλίο», του είπε. «Θα δημοσιευτεί παντού. Είναι τα πρακτικά ενός συνεδρίου των εβραίων, το έκαναν στην Ελβετία, σχεδίασαν την καταστροφή της Ρωσίας».
«Γιατί να γράψουν πρακτικά;», αντιμίλησε ο Πέτρος. «Θα πάνε όποιον δεν τα τηρήσει στα δικαστήρια;».
«Μου φέρνεις πονοκέφαλο, σκάσε!».
«Γράφω τα πρακτικά σε μια εταιρεία, ξέρω τι λέω. Πρέπει να μου πείτε ποιός τα υπογράφει».
«Δεν τα υπογράφει κανείς!».
«Θα σκεφτώ κάποια ονόματα μόνος μου. Όλα τα πρακτικά έχουν υπογραφές στο τέλος».
Την κοίταξε με παράπονο. Η επιδερμίδα της ήταν κατάλευκη, το πρόσωπό της μπιμπελό. Φορούσε ένα καπέλο και πανωφόρι από γούνα. Έκρυβε τα χέρια της σε ένα στρογγυλό γουνάκι. Ο Ιβάν έλεγε ότι η αρχηγός τους είχε τρεις δαίμονες: Ένα κόκκινο, ένα μαύρο και ένα κίτρινο.
Η Νάντια είδε το βλέμμα του. Ο μαύρος δαίμονας θύμωσε. Ο Πέτρος ήταν παρακατιανός. Ο κίτρινος δαίμονας ξύπνησε στην απρόσιτη κορυφή του. Εκείνος ο ξένος είχε έρθει για να την ενοχλήσει. Το πρόσωπό της σκλήρυνε. Οι δυο δαίμονες ξεφύσησαν με οργή: Γιατί ο Πέτρος καθόταν μαζί τους στην ίδια άμαξα, γιατί του ανέθεσαν το βιβλίο; Εξοργίστηκαν.
«Τα πρακτικά συνιστούν μια ομολογία!», φώναξε η Νάντια. Μπορείς να τα αρνηθείς μόνο με έναν τρόπο: Αν ισχυριστείς ότι όλο το βιβλίο είναι πλαστά».
Η ιδέα ήταν δική της. Την θεωρούσε πανέξυπνη.
«Ήθελαν να γράψουμε τις αναμνήσεις μιας χριστιανής, που τάχα είχε εβραίο εραστή. Που τάχα τον συνόδευσε στο συνέδριο. Ή τις αναμνήσεις του πνευματικού της. Τα έμαθε από την εξομολόγησή της και προειδοποιούσε τον ρώσικο λαό. Βλακείες».
Ο Πέτρος συμφώνησε. Ο κόσμος ήθελε κάτι απλό.
«Το βιβλίο σου θα λέγεται Τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών», του είπε η Νάντια. Το βλέμμα της σκοτείνιασε ξανά. «Εγώ θα κατέβω Πέτρο, θα συνεχίσεις μόνος σου. Η άμαξα θα σε πάει σε ένα ανάκτορο. Σε περιμένουν ο Ιβάν και τρεις κύριοι. Είναι πολύ σπουδαίοι. Θα σημειώνεις ότι σου λένε. Ύστερα θα γυρίσεις στο διαμέρισμά σου και θα γράψεις το βιβλίο σου. Δεν θα σταματήσεις αν δεν τελειώσεις. Σου δίνω μόνο τρεις μέρες».
Ακούμπησε την πλάτη της και ξέσπασε: «Θα βάλουμε φωτιά στον ορθόδοξο Δον. Οι κοζάκοι τροχίζουν τα σπαθιά τους». Η φωνή της ήταν χαρούμενη. Θα είχε στηρίξει πολλές ελπίδες σε εκείνο το βιβλίο. Ίσως να πίστευε ότι με αυτό θα έμπαινε στο Παλάτι. Είχε μεταπτώσεις, κάποιοι στην Υπηρεσία έλεγαν ότι ήταν τρελή. Ο Πέτρος άφησε να του ξεφύγει ένα γελάκι. Η Νάντια τον κοίταξε σηκώνοντας τη μύτη της. Είχε μεταπτώσεις, κάποιοι στην Υπηρεσία έλεγαν ότι ήταν τρελός. Τον είχαν δει να συνομιλεί με αόρατους ανθρώπους.
«Μόλις έγινες μεγάλος συγγραφέας», του είπε η Νάντια. «Τα Πρωτόκολλα θα τα διαβάσει όλη η Ρωσία». Ξεκαρδίστηκε στα γέλια: «Εσύ που θα τα γράψεις είσαι ένας εβραίος. Γιατί είσαι τόσο τσιφούτης;»
«Πρέπει να μαζέψω χρήματα. Εσείς ακουμπάτε στους συγγενείς και στους φίλους σας».
«Όλοι σε κοροϊδεύουν».
«Δεν με ενδιαφέρει η γνώμη τους. Έχω δημιουργήσει ένα απόθεμα. Μπορώ να ζήσω δυο χρόνια χωρίς εισόδημα».
Το βλέμμα της έγινε άγριο, πεινασμένο. Ζούσε κυνηγημένη από τα χρέη. Περίμενε να κληρονομήσει την θεία της. Αλλά εκείνη δεν έλεγε να πεθάνει. Σταμάτησε την άμαξα δίπλα σε μια αλέα. Κατέβηκε και πλησίασε έναν καλοντυμένο νεαρό. Ήταν ο Αλεξέι! Τον φίλησε. Εκείνος ανταποκρίθηκε αγέρωχα. Ο πατέρας του ήταν ιερέας. Πίστευε στον μωσαϊκό δεκάλογο, ότι η ζωή ήταν δέκα συνταγές. Ο Πέτρος τον κοίταξε με μίσος. Από μέσα του βγήκαν κατάρες.
3. Ο Δόκτωρ Φάουστ -η υπαγόρευση -οι μπροσούρες
Η άμαξα έφτασε σε ένα μέγαρο κυκλωμένο από κήπους. Ο αμαξάς του έδειξε έναν παράδρομο. «Βρισκόμαστε στο πίσω μέρος του ανακτόρου», του είπε. «Θα μπεις μέσα από την πόρτα που θα δεις μπροστά σου». Πέτρος διέσχισε το προαύλιο και έφτασε στην πόρτα. Του άνοιξε ένας υπηρέτης. Φορούσε λιβρέα και λευκή περούκα. Πέρασαν από ένα χολ που φωτιζόταν από βιτρό. Έφτασαν σε μια αίθουσα με χάρτες, τοιχογραφίες και πίνακες. Ο ένας της τοίχος ήταν από τζάμι. Είχε θέα σε ένα γαλλικό κήπο. Στο βάθος της ήταν ένα τραπέζι με τέσσερις άνδρες. Ο ένας ήταν ο Ιβάν. Ο Πέτρος πλησίασε. Ο φίλος του τον σύστησε στους υπόλοιπους. Δεν ανέφερε τα ονόματά τους. Είπε μόνο τις ιδιότητές τους. Ο ένας ήταν επιχειρηματίας. Ο δεύτερος καθηγητής. Ο τρίτος, ο οικοδεσπότης.
Ο υπηρέτης έβγαλε την λιβρέα και την περούκα και κάθισε δίπλα τους. «Είναι ο μεσιέ Γκολοβίνσκι», είπε ο Ιβάν στον έκπληκτο Πέτρο. «Ο δόκτωρ Φάουστ». Ήταν ένα από τα σπουδαιότερα πρόσωπα της Υπηρεσίας. Ο πατέρας του ήταν παλαιός αριστοκράτης, προσωπικός φίλος του πρίγκιπα Ντοστογιέφσκι. Όπως και εκείνος, ήταν μέλος του Κύκλου Πετρασέφσκι. Συνωμότησαν μαζί, καταδικάστηκαν μαζί, μετανόησαν μαζί, τέθηκαν μαζί υπό την προστασία του στέματος.
«Έχω ακούσει ότι ο Δόκτωρ Φάουστ είναι μέλος της Αγίας Αδελφότητας», είπε ο Πέτρος. «Όπως και εσύ, Ιβάν».
«Ναι είμαστε», παραδέχθηκε ο Φάουστ. «Μόνο που εγώ δεν πιστεύω στις αρχές της. Πιστεύω μόνο στους σκοπούς της».
Ο Ιβάν χαμήλωσε το βλέμμα του. Εκείνη η αδελφότητα ήταν η μεγαλύτερη αμαρτία της ζωής του. Την είχε κάνει πολύ νέος. Ήταν σε άγνοια. Και ας τον αποκαλούσαν «σοφό». Αλλά για εκείνη την αμαρτία δεν υπήρχε οδός μετανοίας.
«Το βιβλίο θα το έγραφα εγώ, Πέτρο», του είπε ο Φάουστ. «Αλλά έχω χτυπήσει». Σήκωσε το δεξί του χέρι. Η παλάμη του είχε έναν επίδεσμο. Ο Πέτρος ήταν σίγουρος. Δεν είχε χτυπήσει. Ο επίδεσμος ήταν σαν την περούκα. Θα τον έβγαζε μετά την συνάντηση.
Ο Πέτρος κάθισε στη θέση με τα χαρτιά, το μελάνι και τις πένες. Οι άγνωστοι έπιασαν μια συζήτηση στα γαλλικά. Ήταν η γλώσσα της αριστοκρατίας. Ανέφεραν το όνομα του Πιοτρ Ρακόφσκι. Πριν λίγα χρόνια ήταν το πιο σπουδαίο πρόσωπο στην Υπηρεσία. Ήταν αριστοκράτης. Είχε αναλάβει τις πιο υψηλές δημόσιες θέσεις. Είχε ακολουθήσει την μόδα της εποχής: Προδοσία, τιμωρία, μετάνοια. Τον αποκατέστησαν και τον έστειλαν στο Παρίσι, στο άντρο των αντικαθεστωτικών. Διέλυε τις οργανώσεις τους. Έκανε τα μέλη τους πράκτορες. Έστελνε πλαστές επιστολές από τον έναν αρχηγό στον άλλο, γεμάτες με κατηγορίες και βρισιές. Τους έκανε να σκοτώνονται μεταξύ τους. Ζούσε σαν άρχοντας. Ήταν ανώτερος από τον ρώσο πρέσβυ. Μεσολαβούσε ανάμεσα στην γαλλική κυβέρνηση και τον τσάρο.
Οι τρεις άγνωστοι έβαλαν μπροστά τους δυο βιβλία. Λογομαχούσαν στα γαλλικά και υπαγόρευαν συναρτησίες στα ρώσικα. Ο Ιβάν και ο Φάουστ παρίσταναν ότι άκουγαν. Ο οικοδεσπότης ήταν συνέχεια αφηρημένος. Κατέστρεφε την ροή με άκαιρες παρεμβάσεις. Ο καθηγητής χρησιμοποιούσε πολύπλοκες εκφράσεις. Προσπαθούσε να διασφαλίσει το κύρος του. Ο επιχειρηματίας θεωρούσε ότι ήταν αλάνθαστος. Ήταν εκνευριστικά επίμονος. Πέρασαν ώρες. Ο Πέτρος τους προλάβαινε με δυσκολία. Έγραφε τις λέξεις μισές. Γέμισε ένα πακέτο κόλες. Κάποια στιγμή ο Φάουστ σηκώθηκε. Του είπε να τον ακολουθήσει. Μπήκαν σε ένα διπλανό δωμάτιο. Είχε στο πάτωμα ένα μεγάλο λευκό τομάρι.
«Είναι λιοντάρι;», ρώτησε ο Πέτρος.
«Είναι πολική αρκούδα. Βρίσκεσαι στο καλύτερο σπίτι της Πετρούπολης». Ο Φάουστ τέντωσε το χέρι του. «Η δουλειά μας είναι ένα παιχνίδι, μια ευκαιρία για καλή ζωή, για ταξίδια και περιπέτειες. Την Ρωσία την προστατεύει ο Θεός. Ο ρόλος μας είναι ασήμαντος. Μην παίρνεις τίποτα στα σοβαρά. Γλέντησε. Εμπιστεύσου το ένστικτό σου».
Μιλούσε με αγάπη. Ήταν ίσως λόγια από τον ουρανό. Ο Πέτρος τα ενστερνίστηκε. Ένιωσε το βαθύτερο νόημα. Οι υπαγορεύσεις συνεχίστηκαν. Οι ώρες περνούσαν. Εκείνος έγραφε ότι προλάβαινε. Δεν νοιαζόταν για τίποτα, ούτε για τις παραλήψεις, ούτε για τα λάθη. Είχε όμως το πιο σοβαρό ύφος. Απολάμβανε τις στιγμές. Έφαγε τα γλυκά που του σέρβιραν και ήπιε τρεις κούπες τσάι. Κάποια στιγμή ο Φάουστ τους διέκοψε. Έκανε μια προσθήκη στο κείμενο: «Εμείς οι εβραίοι θα έχουμε τα χέρια μας παντού. Θα είμαστε τα εκατό χέρια του θεού Βισνού». Ήταν το πιο ποιητικό που γράφτηκε στα Πρωτόκολλα. Συγχρόνως, ήταν το πιο λάθος από όλα. Ήταν μια φράση που θα την έλεγαν μόνο οι ευγενείς της Κεντρικής Ευρώπης. Σε καμιά περίπτωση οι ιουδαίοι ραβίνοι.
Κάποια στιγμή ο Πέτρος ένιωσε να καταρρέει. Υπήρχε πολύ αρνητική ενέργεια. Ο Φάουστ το πρόσεξε. Είπε ότι θα κρατούσε τις υπόλοιπες σημειώσεις ο ίδιος. Αυτός και ο Ιβάν συνόδευσαν τον Πέτρο στην έξοδο.
«Τις δικές μου σημειώσεις ξέχνα τες», του είπε ο Φάουστ. «Δεν θα γράψω τίποτα. Και μετά από εδώ θα πάμε με τον Ιβάν να φάμε. Θα τον κάνω να διακόψει την νηστεία του».
«Τράβα στο σταθμό μας», του είπε ο Ιβάν. «Θα βρεις τις κατασχεμένες μπροσούρες. Κάνε ένα ανακάτεμα με όσα σου υπαγόρευσαν. Αυτό θέλουμε και εμείς. Να φανούν οι επαναστάτες υποχείρια των εβραίων».
Ο Πέτρος προχώρησε στον κήπο. «Πιες ένα μπουκάλι κρασί», του φώναξε ο Φάουστ. «Φθόνησε, μίσησε, τρόμαξε. Νιώσε τους τρεις δαίμονες. Άσε τους να μπουν στο βιβλίο σου». Πως ήξερε για τους τρεις δαίμονες; Θα τους είχε ακούσει από τον Ιβάν. «Θέλουμε όποιος διαβάζει τα Πρωτόκολλα να δαιμονίζεται», του φώναξε ξανά ο Φάουστ. Ξέσπασε σε γέλια. Ο Πέτρος πήγε στο σταθμό τους. Πήρε μια ντουζίνα προκηρύξεις. Ύστερα αγόρασε λίγη βότκα. Μπήκε στο διαμέρισμά του και κατέβασε δυο ποτήρια.
4. Ο δυτικός ανθρωπισμός -οι τρεις δαίμονες -οι μπροσούρες -η κίτρινη φυλή
Έκανε μια λίστα με τα θέματα του βιβλίου. Για κάθε θέμα ξεχώρισε τρεις κόλλες. Θα μετέφερε πάνω τους το σκόρπιο υλικό. Ξεκίνησε με τον πρόλογο. Έγραψε μια υπαγόρευση του καθηγητή: «Γνωρίζουμε ότι οι ιδέες κατευθύνουν τη δράση και διαμορφώνουν τον κόσμο». Ήταν το ανθρωπιστικό μοντέλο της Δύσης. Η ιστορία παρουσιαζόταν σαν συνειδητή πράξη. Πολλές φορές ενός συλλογικού υποκειμένου, κάποιου έθνους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση των ιουδαίων. Τα υποκείμενα υπήρχαν και σκέφτοταν πριν από την κοινωνία.
Πρόσθεσε τα λόγια του Χομπς, για το κακό μέσα στον άνθρωπο. Ανήκαν στο ίδιο μοντέλο. Το κακό προϋπήρχε του κόσμου: «Οι άνθρωποι έχουν την κακία μέσα τους. Το κράτος βγάζει τον άνθρωπο από την κατάσταση της αταξίας». Σύμφωνα με το μοντέλο, το κράτος έφερνε τον νόμο και την τάξη. Κάποιοι φοιτητές διαφωνούσαν. Γι’ αυτούς, το κράτος ήταν η οργάνωση των ιδιωτικών κακών. Η αποκορύφωσή τους. Κατά τους ίδιους, το κράτος μεγάλωνε την αταξία. Μερικοί επαναλάμβαναν τα λόγια του Ρουσσώ: Ότι ο άνθρωπος ήταν από την φύση του καλός. Ότι τον διέφθειρε ο «πολιτισμός».
Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Πέτρος διατύπωσε τη δική του θέση: Το κράτος ήταν η αποκορύφωση της κακίας των ομάδων. Το όργανο όσων επικρατούσαν. Αλλά συγχρόνως ήταν και ο συμβιβασμός των ομάδων. Ο συμβιβασμός μεταξύ τους και ο συμβιβασμός των γενικών επιδιώξεων. Οι γενικές όμως επιδιώξεις ήταν σε μεγάλο μέρος αγαθές. Το κράτος επέβαλε πρόσκαιρα τα συμφέροντα των ισχυρών -που διαρκώς άλλαζαν- μεσοπρόθεσμα την τάξη και την ανοχή και μακροπρόθεσμα τις ηθικές επιδιώξεις.
Ακολούθησαν τα λόγια του οικοδεσπότη: «Το πλήθος, ο λαός, είναι τυφλός και άφρων, μόνο ο τσάρος, που έχει προετοιμαστεί από την παιδική του ηλικία, γνωρίζει πως να κυβερνά». Εκείνα τα λόγια ολοκλήρωναν το ανθρωπιστικό μοντέλο: Ο κόσμος ήταν υποκειμενική δράση. Υπερείχε η δράση των ειδικών. Βασιζόταν στην επιστήμη και τις ειδικές γνώσεις. Δεν κυβερνούσαν όμως οι άνθρωποι. Κυβερνούσαν οι καταστάσεις. Τις αντιμετώπιζε η γραφειοκρατία. Αυτή μπορούσε να κάνει μόνο εξισορροπήσεις και μόνο συμβιβασμούς. Όλα γίνονταν στα τυφλά και μπάλωναν τα προβλήματα. Κανείς δεν ήθελε και κανείς δεν μπορούσε κάτι περισσότερο. Το αστείο ήταν ότι ο τσάρος Νικόλαος ο Β΄ είχε ανέβη νέος στο θρόνο. Δεν ήξερε τίποτα από τα θέματα της κυβέρνησης. Όχι ότι αν ήξερε θα άλλαζε τίποτα.
Ο Πέτρος έγινε Φάουστ. Διάβαζε τις σημειώσεις στα πεταχτά. Έγραφε ελεύθερα. Ξεπήδησαν οι φόβοι της αριστοκρατίας. Χώθηκε στο κείμενο ο μαύρος δαίμονας. Οι ιουδαίοι ήταν η προσωποποίηση της αστικής και της εργατικής τάξης. Ήθελαν την κατάργηση της κληρονομικής αριστοκρατίας, ήθελαν κοινοβουλευτική δημοκρατία, ήθελαν τον περιορισμό της στρατοκρατίας. Ήθελαν μια διαρκή ειρήνη.
Το τελευταίο το είχαν σχεδόν πετύχει. Ο τελευταίος ευρωπαϊκός πόλεμος έγινε το 1870. Κράτησε μόνο λίγους μήνες. Η Ρωσία έχανε την διεθνή της θέση. Την χρωστούσε στο μέγεθος του στρατού της. Οι πολίτες ζητούσαν την μείωση των στρατιωτικών δαπανών. Αυτό θα σήμαινε την ανεργία των φτωχών ευγενών. Ήταν εκείνοι που συγκροτούσαν το σώμα των αξιωματικών.
Οι ιουδαίοι ήθελαν την επιστήμη, την μόρφωση του λαού, τις νέες ιδέες. Προπαγάνδιζαν τον Δαρβίνο, τον Μαρξ και τον Νίτσε. Ήθελαν να διαφθείρουν την Ρωσία με την πορνογραφία. Ο Πέτρος κατέβασε μερικές γουλιές. Τα πράγματα ήταν πολύπλοκα. Η Ρωσία είχε ήδη διαφθαρεί. Δεν κινδύνευε. Οι μισοί διατηρούσαν ερωμένες, πλούσιοι και φτωχοί. Οι πολίτες ξεφύλλιζαν γερμανικά βιβλιαράκια με πονηρές ζωγραφιές ή γαλλικά με άσεμνες ιστορίες.
Τα αρχοντικά φιλοξενούσαν το αντίγραφο ενός γαλλικού πίνακα: Ήταν η γυμνή ερωμένη κάποιου Λουδοβίκου σε άσεμνη στάση. Εκείνο το αντίγραφο εξαπλωνόταν στην Ευρώπη επί δύο αιώνες. Οι οικοδεσπότες το έκρυβαν με τεχνάσματα. Ο Πέτρος το είδε στο δωμάτιο ενός ιεροδιακόνου. Ήταν τοποθετημένο πίσω από την πόρτα. Μόλις η πόρτα άνοιγε, το πορτόφυλλο τον έκρυβε.
Ακολούθησε ο κίτρινος δαίμονας. Ζούσε απρόσιτος. Δεν τον άγγιζε ο ξένος πόνος. Τον ένοιαζε μόνο να διατηρήσει την μοναξιά του. Οι ιουδαίοι κατέστρεφαν την ρωσική βιομηχανία. Οι εργάτες δεν έπρεπε να ζητούν αυξήσεις, έπρεπε να αρκεστούν στους χαμηλότερους μισθούς της Ευρώπης. Κατηγορούσε τους ιουδαίους για τα εικονογραφημένα βιβλία. Ήθελαν να διαδώσουν την ανάγνωση. Να μάθει ο κόσμος ορθογραφία και συντακτικό. Ετοίμαζαν και εικονογραφημένη εγκυκλοπαίδεια. Θα γίνονταν όλοι κατάλληλοι για τα δημόσια αξιώματα. Τρία χρόνια μετά, το 1905, οι ευγενείς έκαναν ένα νομοθετικό πραξικόπημα. Απέκλεισαν τις άλλες τάξεις από την ανώτερη εκπαίδευση. Έτσι οι δημόσιες θέσεις θα παρέμεναν σε αυτούς.
Ο δαίμονας αγωνιούσε και για την μεγάλη γαιοκτησία. Οι ιουδαίοι ήθελαν να την καταστρέψουν. Οι τράπεζες χορηγούσαν συνέχεια δάνεια. Είχαν γεμίσει τα ακίνητα με υποθήκες. Τα ίδια έκαναν και στο κράτος. Το γέμιζαν δάνεια. Τα τοκοχρεωλύσια άδειαζαν τα ταμεία. Οι ιουδαίοι ήθελαν να καταστρέψουν και την μικρή βιομηχανία. Γέμιζαν την Ρωσία με ξένα εμπορεύματα. Έφερναν στη χώρα ξένους επιχειρηματίες. Εκείνοι αγόραζαν τις μετοχές στις ρώσικες βιομηχανίες. Γέμισαν τη Ρωσία μασόνους. Οι αριστοκράτες μισούσαν τις μυστικές οργανώσεις της αστικής τάξης. Ήθελαν μόνο τις δικές τους.
Ο Πέτρος κάλεσε τον κόκκινο δαίμονα, πήρε στα χέρια του τις μπροσούρες: «Μόλις καταλάβουμε την εξουσία θα έχουμε άφθονα χρήματα. Για να κάνουμε το καλό». Εξουσία, χρήματα, καλό! Το τρίπτυχο των επαναστατικών κειμένων. Από την Πετρούπολη μέχρι το Βερολίνο και το Παρίσι. Πάλι ο δυτικός ανθρωπισμός. Το ηρωϊκό υποκείμενο. Οι πράξεις του με την «χυδαία ιουδαιοχριστιανική έννοια». Οι πράξεις που έπλαθαν τον κόσμο. Οι άνθρωποι όμως ήταν υπάρξεις. Οι πράξεις τους είχαν απέραντο πλάτος και βάθος. Εξέφραζαν τον γενικότερο και ειδικότερο λόγο. Στο τέλςο οι επαναστάτες γίνονταν τα νέα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα. Πραγματοποιούσαν το λόγο της ιστορίας. Οι ήρωες ούτε ήξεραν, ούτε μπορούσαν, ούτε ήθελαν, ούτε υπήρχαν.
Ο Πέτρος αντέγραψε κάποια αποσπάσματα. Οι ιουδαίοι ήθελαν ότι και οι Κόκκινοι, την αναμόρφωση του συστήματος των φόρων, την φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας, την προοδευτική αύξηση των φόρων. Μια μπροσούρα έγραφε για την ποινική δικονομία. Την κατηγορούσε ότι έδινε περιθώρια ελιγμών στους εγκληματίες. Ο Πέτρος γέλασε. Θα την έγραψαν οι ναρόντνικοι, οι «φίλοι του λαού», οι Ντοστογιέφσκηδες. Εκείνοι που διάβαζαν το Έγκλημα και Τιμωρία. Αντέγραψε ένα ακόμα απόσπασμα: H ισότητα των νόμων δεν εγγυάτο την γενική ισότητα. Η δημοκρατία ήταν ψεύτικη. Η γνωστή φρασεολογία των φοιτητών. Πρόσθεσε τις επιθέσεις στην βότκα. Την μισούσαν οι μισές μπροσούρες. Η κυβέρνηση είχε το μονοπώλιο. Ο κόκκινος δαίμονας την κατηγορούσε. Επειδή τάχα δηλητηρίαζε τον λαό. Ο Πέτρος άλλαξε λίγο τις λέξεις: Οι εβραίοι χρησιμοποιούσαν τη βότκα για να δηλητηριάζουν τη Ρωσία.
Το μονοπώλιο απέφερε τεράστια έσοδα. Κάθε μεθύστακας γινόταν ένας σκλάβος χρέους και ένας εν δυνάμει εγκληματίας. Η βότκα πλήρωνε τα πάντα: Τους δημόσιους υπαλλήλους, τα κρατικά δάνεια, τις κρατικές προμήθειες, τα πανεπιστήμια, τους καθηγητές, τα σεμινάρια. Οι φοιτητές δεν έπρεπε να την κατηγορούν, έπρεπε να της στήσουν άγαλμα.
Ο Πέτρος κοιμήθηκε το άλλο μεσημέρι. Σηκώθηκε σε λίγες ώρες. Έγραψε για τα κινέζικα και τα ιαπωνικά κανόνια. Θα τα χρησιμοποιούσαν οι ιουδαίοι εναντίον της Ρωσίας. Το 1900, η Ιαπωνία κατέλαβε το Πορτ Άρθουρ. Ήταν ένα κινέζικο λιμάνι. Θα εξυπηρετούσε τα επεκτατικά της σχέδια. Τα ευρωπαϊκά κράτη απαίτησαν να το επιστρέψει. Εκείνη συμμορφώθηκε. Αμέσως μετά το αγόρασε ο τσάρος. Εγκατέστησε σ’ αυτό τον ρώσικο στόλο του Ειρηνικού. Η Ιαπωνία εξοργίστηκε. Οι ευρωπαίοι είχαν συνομωτήσει εναντίον της. Κινδύνευαν οι συγκοινωνίες της με την Κίνα. Η σύγκρουση έμοιαζε αναπόφευκτη.
Η Ρωσία είχε πολεμήσει στο παρελθόν και με την Κίνα. Θεωρούσε τα δυο «κίτρινα έθνη» σαν ένα, σαν φυσικούς συμμάχους που θα πολεμούσαν εναντίον της. Τα Πρωτόκολλα έκαναν τους φόβους «προφητεία». Παρουσίασαν τους ιουδαίους σαν υποκινητές της «κίτρινης φυλής». Δεν έκαναν όμως καμία «προφητεία» για τον α΄ παγκόσμιο πόλεμο. Ήταν εκείνος που έριξε το τσαρικό καθεστώς. Εκείνος που επέβαλε στο μεγαλύτερο χριστιανικό έθνος την επίσημη αθεϊα. Εκείνος που απέσπασε την Παλαιστίνη από την Τουρκία και δημιούργησε το κράτος του Ισραήλ. Κανείς στην Υπηρεσία δεν περίμενε αυτό τον πόλεμο. Όμως τον περίμεναν όλοι οι άλλοι. Τα ευρωπαϊκά έντυπα ήταν γεμάτα από την επικείμενη θύελλα.
Το βιβλίο του Πέτρου εμφανίστηκε σε μια εφημερίδα. Ύστερα κυκλοφόρησε σε όλη την Ρωσία.
Συνεχίζεται …
Άγγελος Χ. Μπατουδάκης