Ο μεγαλύτερος συγγραφέας όλων των εποχών – Άγγελος Χ. Μπατουδάκης ~ ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Απολαμβάνοντας διαδικτυακή λογοτεχνία με αφιέρωμα σ΄έναν σημαντικό λογοτέχνη που μας πρόσφερε απλόχερα μια εξαιρετική γραφή κι ένα μυθιστόρημα που θα αγγίξει τις καρδιές σας …

Καλή ανάγνωση στο βιβλίο του εξαιρετικού Άγγελου Μπατουδάκη , που κάθε Κυριακή σας κρατάει την καλύτερη συντροφιά  και σας ταξιδεύει  σε εποχές , εικόνες και ιστορίες με δυνατή πλοκή …

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ο ανθρωποθεός

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

 Ο Βασίλης και Οι Αληθινοί Αφέντες του Κόσμου

1. Τα σχέδια και ο κεϋνσιανισμός -Sieg, heil! Η αγία διαφθορά

1960, Αθήνα, εγώ και ο αδελφός μου στο δημοτικό. Είχαμε έναν κοινό εχθρό, τον Βασίλη και την Πολυτίμη, πρώτα μας ξαδέλφια και άριστους μαθητές. Η μητέρα τους, η θεία Αντιγόνη, είχε σχέδια. Μάθαιναν δυο ξένες γλώσσες και πήγαιναν στο ωδείο. Εμείς ήμασταν κακοί μαθητές. Η μαμά μάς έλεγε ότι θα έπρεπε να ντρεπόμασταν. «Να έχετε τα ξαδέρφια σας για παράδειγμα!». Είχε και εκείνη σχέδια: Να ανέλθουμε. Πήρε τον μπαμπά ελαιοχρωματιστή και τον έκανε εργολάβο «πολυκατοικιών». Το έλεγε με καμάρι: «Η γυναίκα φτιάχνει τον άντρα».

Η άνοδος του μπαμπά ξεκίνησε το 1966. Η μαμά πούλησε το «οικοπεδάκι της» και του έδωσε να ξεκινήσει μια πολυκατοικία. Ενεργούσε υπό την επίβλεψή της.  Τελείωσαν την πολυκατοικία με τις προκαταβολές, ο κόσμος αγόραζε από τα μπετά. Στην πρώτη πολυκατοικία ο μπαμπάς έβγαλε κέρδος δύο διαμερίσματα. Το 1968, τέλειωσε την δεύτερη. Η μαμά παράτησε το μοδιστράδικο, που δούλευε, και «αφοσιώθηκε στο σπίτι».

Ήταν η εποχή της σοφίας και των υπολογισμών. Η συμβουλή του νονού μου σε κάποιον που πήγαινε φαντάρος: «Αν σου κλέψουν τα άρβυλα μην διαμαρτυρηθείς. Κλέψε ενός άλλου». Η σοφία της εποχής: «Κλέψε νόμιμα και έχε τα καλά με όλους». O νονός δούλευε στην ΔΕΗ. Το 1960 ήταν ο πιο πετυχημένος από όλη την παρέα. Ήταν αυτοδημιούργητος χάρη στον κουνιάδο του. Ήταν χωροφύλακας και τον δολοφόνησαν οι κομμουνιστές. Η χήρα πήρε περίπτερο σε τρίστρατο. Ο άντρας της θυσιάστηκε και τους βόλεψε όλους.

Ο μπαμπάς το 1970 ξεπέρασε τον νονό μου. Έγινε ακόμα πιο αυτοδημιούργητος. Δέκα χρόνια μετά, το 1981, τους ξεπέρασαν όλους οι θείοι Μίμης και Μιχάλης. Ο πρώτος ήταν του Λαλιώτη. Ο δεύτερος οπλοφόρος του Παπανδρέου. Ήταν στο Λιμενικό και τους έδωσαν ούζι. «Ούζι δεν έχει ούτε ο στρατός», έλεγε με καμάρι. Πήρε όλες τις προαγωγές. Του έφτιαξαν μια θέση λιμενικού αντιπροσώπου και τον έστειλαν στο Σουέζ. Η παρέα πίστευε ότι η επιτυχία τους οφειλόταν στον χαρακτήρα τους. Ήταν η εποχή της ελληνικής αθωότητας. Είχαν γίνει αυτοδημιούργητοι χάρη στο νέο κεϋνσιανισμό.

Το 1960, η Ελλάδα είχε την ανάπτυξη της Ιαπωνίας. Χάρη στο νέο κεϋνσιανισμό η Αθήνα έκοβε δραχμές και τις μοίραζε. Πήγαιναν στους πολιτικούς, στους επιχειρηματίες της κυβέρνησης και στους δημόσιους υπαλλήλους. Ύστερα έκαναν κύκλο στη χώρα σαράντα φορές. Το ίδιο έκαναν και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Οι πολίτες τους είχαν λεφτά και έρχονταν στην Ελλάδα κατά εκατομμύρια. Ακρόπολη, ήλιος, νησιά.

Οι έλληνες μετανάστες δούλευαν σε εργοστάσια και ορυχεία σε Αμερική, Αυστραλία, Γερμανία, Βέλγιο. Οι έλληνες ναυτικοι δούλευαν από το Σιμιντζού μέχρι το Χάλιφαξ. Μετέφεραν τα εμπορεύματα που έφτιαχναν τα εργοστάσια και τις πρώτες ύλες που χρειάζονταν. Όλοι τους έστελναν εμβάσματα στην Ελλάδα, ήταν ο τρίτος πυλώνας της οικονομία μας. Ποιός όμως  κινούσε τα δυτικά εργοστάσια; Ο νέος κεϋνσιανισμός.  

Το 1967 έγινε το πραξικόπημα των συνταγματαρχών. Πραγματοποίησαν το όραμα του ΕΑΜ, έδιωξαν το βασιλιά. Η μεσαία τάξη ανέβηκε στην εξουσία. Η μισή ελληνική μεσαία τάξη ήταν ανέκαθεν οι στρατιωτικοί. Την επόμενη χρονιά, το 1968, έγινε ο γνωστός Μάης. Ο άνθρωπος αντικατέστησε το καθήκον με το δικαίωμα στην απόλαυση. Το 1969, το Απόλλων 11 κατέβηκε στη σελήνη. Ο Κένεντι  έκανε μια δήλωση: «Σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχουν φτωχοί». Ο Ντίσνεϋ ζήτησε να τον καταψύξουν, μέχρι να τον αναστήσει η επιστήμη. Η ανθρωπότητα νικούσε παντού. Sieg! Heil!

Η Ελλάδα όμως νικούσε πιο πολύ.  Η Βουγιουκλάκη νικούσε τους Γερμανούς, ο Κούρκουλος τους εφοπλιστές και τους επιχειρηματίες, εκείνους τους κακούς μακρινούς εχθρούς του «καλού λαού», ο Μαρίνος Αντύπας τους γαιοκτήμονες. Υπήρχε μια άγνωστη λεπτομέρεια: Οι ναζί είχαν και εκείνοι Μαρίνο Αντύπα, τον Florian Geiger. Και όπως έλεγε ο μεγάλος Φώσκολος «ο θεατής συνεργάζεται στην εξαπάτησή του». Ζούσαμε σε ένα συνεχές «Sieg! Heil!». Το χρήμα έρεε, οι ταβέρνες ήταν γεμάτες, αγοράζαμε αυτοκίνητα και τηλεοράσεις, κτίζαμε εξοχικά.

Το 1974, έπεσε η «χούντα». Οι νίκες συνεχίστηκαν. Οι «κακοί» ήταν πάντα μακριά, ήταν οι αμερικάνοι, οι ιμπεριαλιστές, οι καπιταλιστές. Στην χώρα μας το καλύτερο επάγγελμα ήταν: Γαμπρός ιεροψάλτη μητρόπολης. Ένα λαϊκό παιδί, με πίστη στο Θεό και καλή καρδιά. Πολλά λεφτά αλλά χωρίς την εκμετάλλευση της ξένης εργασίας. Ας πούμε τοκογλυφία σε επιχειρηματίες. Δεν είχαν εκτραχυνθεί ακόμα τα πράγματα, δεν είχαν εμφανιστεί ακόμα ιερείς με μπαρ. Οι θείοι μας βρίσκονταν ένα βήμα πριν την αγιότητα: Μας έβαζαν στην πυροσβεστική, στο λιμενικό, στην αστυνομία, στις κρατικές επιχειρήσεις, στις γραμματείες των δικαστηρίων, γεωπόνους να κάνουμε ελέγχους, ακόμα και στις βιομηχανίες που τις ήλεγχαν τα συνδικάτα.  

Οι μισοί έλληνες δεν είχαν δόντι στο πολιτικό σύστημα. Οι άλλοι μισοί που είχαν δόντι ήταν «ο προδομένος λαός», «ο αδικημένος λαός», ο «Άη Λαός». Das griechische Volk. Οι ηγέτες του λαού ήταν επίσης άγιοι. Άγια επανάσταση του 1821, άγια «εθνική αντίσταση», άγια επανάσταση στην Κύπρο. Ήμασταν η «χώρα των ηρώων και των μαρτύρων».

Διαφθαρήκαμε με την Ζωή του Παιδιού και το Προς την Νίκην.  Οι μαθητές τα αγόραζαν υποχρεωτικά. Ο Ερυθρός Σταυρός Ελλάδος έκανε εράνους με την συνοδεία αστυνομικών. Οι παιδεραστές κρύβονταν στα δημόσια, στα εκκλησιαστικά ιδρύματα και σε κάποια «καλά σχολεία». Κρύβονταν όμως καλά. Οι καλοί άνθρωποι ζούσαν εύκολα και ανέμελα. Ο Θεός τιμωρούσε τους κακούς, τους έκανε εργάτες, ιδιωτικούς υπαλλήλους και υπηρέτες. Η Κυριακή ήταν αφιερωμένη στον Θεό. Η εργασία την Κυριακή ήταν αμαρτία.  

Το 1981 ήρθε ο σοσιαλισμός. Η απόσταση με το Τρίτο Ράιχ μειώθηκε κι άλλο. Το 1936 ο Χίτλερ κατέστρεψε τους γερμανικούς σιδηροδρόμους. Προσέλαβε χιλιάδες ναζί που δεν έκαναν τίποτα. Το ίδιο έκανε και ο Ανδρέας.

Διαφθαρήκαμε με το Παραμύθι χωρίς Όνομα. Πρόβαλε τον δυτικό μύθο του καλού βασιλιά. Διαφθαρήκαμε με την Δύναμη της Θέλησης και με το Θαύμα της Θέλησης. Προσοχή! Εκείνα τα δύο δεν ήταν ο Θρίαμβος της Θέλησης. Το τρίτο ήταν «κακό», ήταν των ναζί. Διαφθαρήκαμε με τον Μικρό Πρίγκιπα του Σεντ Εξιπερί και με την Ασκητική του Καζαντζάκη.

Διαφθαρήκαμε με την Προσευχή του Ταπεινού. Ο Θεός «επέβλεψε επί την ταπείνωσιν της δούλης αυτού». Τον έκανε τρεις φορές νομάρχη και άλλες τόσες διευθυντή μουσείων. Ήταν ο αγαπημένος του Βενιζέλου, του πρωθυπουργού των πραξικοπημάτων, του λαμπρού πολιτικού που έκανε κάτι μοναδικό: Εκτέλεσε τους αρχηγούς του αντίπαλου κόμματος. Το δείλι ο ποιητής χάιδεψε ένα σκύλο. Του έδωσε ένα χάδι. Μόνο ένα για να μην ξοδευτεί. Ω, ήμασταν όλοι ταπεινοί! Η μεγαλύτερη αρετή ήταν η ταπείνωση!

Εκείνο τον Γλάρο Ιωνάθαν ήθελα να τον πνίξω.

2. Τα χαζά της Πηνελόπης Δέλτα -ο Βασίλης στην Ρώμη -η Donna

Το 1968, εγώ και ο Βασίλης, ο πρώτος ξάδερφος, δώσαμε στα ΑΕΙ. Εκείνος μπήκε με την πρώτη στο Πολυτεχνείο. Εγώ μπήκα κάπου με την τρίτη, το 1970. Η θεία παρίστανε την λυπημένη: «Α, το καημένο το κορίτσι!», έλεγε στη μαμά στο τηλέφωνο. Ποπ, βερμούτ, παντελόνι καμπάνα. Ο Βασίλης έπρεπε να κάνει κάτι ηρωικό. Εντάχθηκε σε μια φοιτητική οργάνωση. Εγώ τους αποκαλούσα «τα χαζά της Πηνελόπης Δέλτα». Ήθελαν «να ανατρέψουν τη χούντα». Έβγαιναν τις νύχτες και έγραφαν χαζά συνθήματα. Ήρθε το καλοκαίρι. Πήγαν με τους γονείς τους για μπάνια.

1971. Τα μεσημέρια η Αθήνα ερήμωνε. Έβλεπε τον Άγνωστο Πόλεμο. Στο εικοστό επεισόδιο, η στρατονομία συνέλαβε έναν από την οργάνωση. Ο Βασιλάκης το έσκασε για την Πάτρα. Τον πέρασαν στην Ιταλία με ταχύπλοο. Η μαμά παρηγορούσε την θεία: «Α, το καημένο!», της έλεγε. «Το έμπλεξαν». Φωνή λυπημένη, χαρά μεγάλη.

Οι θείοι προσπάθησαν να στείλουν στο Βασίλη χρήματα. Δεν είχαν όμως  νόμιμη δικαιολογία. Η Εθνική Τράπεζα δεν έκανε τις δραχμές δολλάρια. Ο ξάδερφος απευθύνθηκε στους ιταλούς «συντρόφους» του. Τον έστειλαν σε μια κυρία. «Una Donna». Ήταν «συντρόφισσα». Ο ξάδερφος βρέθηκε σε ένα παλάτι στην εξοχή. Η Donna ήταν πανέμορφη και η προσωποποίηση της ευγένειας. Ο ξάδερφος μου την ερωτεύτηκε. 

Η Donna του βρήκε δουλειά αμέσως. Σε μια εφημερίδα στη Ρώμη. Θα έγραφε σχόλια στις ξένες ειδήσεις. Λίγες μέρες μετά, συνάντησε εκείνους που του την είχαν συστήσει. «Είχε μια άγια ομορφιά», τους είπε. Έσκασαν στα γέλια: «Στο παλάτι της γίνονται ομαδικές συνευρέσεις», του απάντησαν. Ο ξάδελφος έγινε κομμάτια. Μπήκε σε μια καθολική εκκλησία. Είδε ένα άγαλμα της Παναγίας. Είχε διαβάσει ένα βιβλίο του Κόντογλου. Έγραφε για τις ορθόδοξες εικόνες, ότι τάχα έδειχναν τον κόσμο «μεταμορφωμένο», ενώ αντίθετα η «δυτική τέχνη» τον αναπαριστούσε.

Το 1971, ο Βασίλης σκέφτηκε μια τρίτη εκδοχή: Ότι κάποιοι καθολικοί διέκριναν τον Θεό μέσα στην φθορά. Όπως τον έβλεπαν οι άνθρωποι όταν σαρκώθηκε. Άλλωστε η «μεταμόρφωση του Σωτήρα» έγινε μόνο μια φορά. Άλλαξε τον τρόπο που έγγραφε. Οι διευθυντές σχολίασαν την αλλαγή του θετικά. Είπαν ότι έγινε «ακριβής και πυκνός».

Μετά από ένα μήνα τον θυμήθηκαν. Τον κάλεσαν: «Θα πάρεις συνέντευξη από ένα σοβιετικό συγγραφέα», του είπαν. Του εξήγησαν γιατί τον διάλεξαν: «Η μητρική του γλώσσα είναι τα ελληνικά. Τον ξέρεις, είναι διάσημος, είναι ο Ιβάν Πεντρένσκι». Η καρδιά του Βασίλη χτύπησε δυνατά.

 3. Οι Αληθινοί Αφέντες του Κόσμου -το περιεχόμενο του βιβλίου -μια κριτική

Ο Πεντρένσκι απέκτησε τη φήμη του το 1968, χάρη στους Αληθινούς Αφέντες του Κόσμου. Ήταν το magnum opus του. Έγινε αμέσως διεθνής επιτυχία. Ήταν must στους διανοούμενους, στους αριστερούς και τους φοιτητές. Το συναντούσες στα τραπέζια των φοιτητικών καφέ, στα έδρανα των φοιτητικών συνελεύσων και στα τραπεζάκια των σαλονιών. Σε ενάμισι χρόνο μεταφράστηκε σε τριάντα γλώσσες. Πούλησε δεκάδες εκατομμύρια αντίτυπα και είχε πολλαπλάσιους αναγνώστες. Τα αποσπάσματά του δημοσιεύτηκαν σε όλες τις σοβαρές εφημερίδες και περιοδικά. 

Οι Αληθινοί Αφέντες μεταφράστηκαν στα ελληνικά το 1969. Ο Βασίλης τους αγόρασε στο τέλος της πρώτης εξεταστικής, τους διάβασε σε λίγες μέρες, απήγγειλε απέξω ολόκληρα κεφάλαια.  Ο μπαμπάς και ο νονός ήταν δεξιοί, ενοχλούνταν σφόδρα. Οι θείοι Μίμης και Μιχάλης τον καμάρωναν. Οι γονείς του δεν μιλούσαν. Αναρωτιούνταν που θα πάει όλο αυτό. Προτιμούσαν να μένει αφοσιωμένος στα μαθήματά του.

Μέχρι το 1968, ο Πεντρένσκι ήταν παντελώς άγνωστος, ακόμα και στους πιο ενημερωμένους. Μετά το 1969, παρέμεινε πρώτο όνομα για μια δεκαετία. Την επόμενη δεκαετία ξεθώριασε, έμεινε απλά διάσημος. Σήμερα τον θυμούνται ελάχιστοι. Το 1971, όμως, ήταν ένας θρύλος. 

Οι Αφέντες του Κόσμου ήταν το μόνο γνωστό του έργο. Του συνέβη ότι και στον Σάλιντζερ  με τον Φύλακα της Σίκαλης. Ήταν ο συγγραφέας του ενός βιβλίου. Αλλά ο Φύλακας ήταν εκατό σελίδες. Οι Αφέντες ήταν χίλιες τετρακόσιες, πυκνογραμμένες. Το μέγεθός τους είχε αντίκτυπο στο πρεστίζ τους. Το βιβλίο θεωρήθηκε «βαρύ», «επιστημονικό», «έργο ζωής». Επίσης, έδινε κίνητρα στους εκδότες. Το κάθε αντίτυπό τους απέφερε όσο έξι Φάρμες των Ζώων ή έξι Μικροί Πρίγκιπες ή έξι Φύλακες της Σίκαλης.

Ο Πεντρένσκι έπαιρνε δικαιώματα από όλους τους διεθνείς εκδοτικούς οίκους. Έγινε πλούσιος. Απέκτησε λογαριασμούς στις ξένες τράπεζες. Η σοβιετική κυβέρνηση τον άφηνε να φοροδιαφεύγει και να πηγαινοέρχεται στο εξωτερικό. Κάποιοι έλεγαν ότι ήταν πράκτορας της KGB. Το σίγουρο ήταν ένα, ότι ήταν μέλος του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος.

Οι Αληθινοί Αφέντες ήταν πολιτικό δοκίμιο. Τεκμηρίωναν ποιός ήταν ο αφέντης του πλανήτη μας. Ήταν πεντακόσιες οικογένειες, οι σπουδαιότερες οικογένειες των «καπιταλιστών». Το τεκμηρίωναν «επιστημονικά», με αριθμούς, πίνακες και  διαγράμματα. Οι πεντακόσιες οικογένειες ανέβαζαν και κατέβαζαν κυβερνήσεις. Κατείχαν το εβδομήντα τοις εκατό του παγκόσμιου πλούτου. Είχαν τον οικονομικό και πολιτικό έλεγχο του πλανήτη. Τους αντιστεκόταν μόνο το  σοβιετικό μπλοκ. Ω, τι σύμπτωση! Ο αρχηγός του μπλοκ, η Ρωσία, ήταν ταυτόχρονα και η πατρίδα του συγγραφέα.

Η Κίνα; Η Ινδία; Ελέγχονταν από τις πεντακόσιες οικογένειες ή αντιστέκονταν; Το βιβλίο τηρούσε σιγή. Οι οικογένειες χρησιμοποιούσαν δυο όργανα: Την Λέσχη Μπίλντερμπεργκ και την Τριμερή Επιτροπή. Το βιβλίο αποδείκνυε την «διεθνή δικτατορία του κεφαλαίου», αποδείκνυε ότι μόνο η κρατικοποίηση εγγυάτο την δημοκρατία. Ή αν θέλετε, η «κοινωνικοποίηση».

Οι ακαδημαϊκοί, οι πανεπιστημιακοί, οι διανοούμενοι, το χειροκρότησαν παγκοσμίως. Αποτελούσαν το ανώτερο προσωπικό στις γραφειοκρατίες. Κάθε αριστερή στροφή ήταν βούτυρο στο ψωμί τους. Ο κόσμος θα πλήρωνε τα αξιώματά τους, τις αμοιβές τους, τα συνέδρια, τα ταξίδια τους.

Το βιβλίο ήταν μια νίκη από τα αποδυτήρια. Προπαγάνδιζε την «αλήθεια» ενός ανερχόμενου στρώματος. Την αλήθεια των νικητών του εικοστού αιώνα: Των γραφειοκρατών. Συγχρόνως, προπαγάνδιζε την ιδεολογία της πατρίδας του συγγραφέα.

Το 1968, ο Πεντρένσκι έγινε η σημαία της Σοβιετικής Ένωσης. Οι Σολόκοφ, Μπουλγκάκοφ, Πάστερνακ ήταν νεκροί. Ο Σολτζενίτσιν, ήταν αντιφρονών. Ο Πεντρένσκι ήταν ο μοναδικός εν ζωή διεθνής συγγραφέας της, που συγχρόνως της ήταν πιστός.

Το 1970, ο Σολτζενίτσιν πήρε το Νόμπελ λογοτεχνίας. Η Σοβιετική Ένωση αγκάλιασε τον Πεντρένσκι απελπισμένη. Ήταν ενενήντα ετών. Η επιτυχία τον συνάντησε στο τέλος της ζωής του αλλά ήταν τεράστια. Τον αντάμειψε για κάθε καθυστέρηση.

Η γνώμη ενός εκδότη για το βιβλίο, κάπου το 1980: «Eίναι μια ανοησια, Δανάη. Κραυγαλέα και ανυπόφορη. Ας κάνουμε μια υπόθεση για τις πεντακόσιες οικογένειες, ότι έχουν το εβδομήντα τοις εκατό των δυτικών καταθέσεων».

«Επομένως, θα έχουν τις μισές παγκόσμιες», του απάντησα.

«Ούτε κατά διάνοια. Οι τράπεζες πολλαπλασιάζουν το χρήμα σαράντα φορές. Το νέο χρήμα έχει επίσης την μορφή καταθέσεων».

Έκανε έναν υπολογισμό: Οι οικογένειες είχαν το ένα ογδοηκοστό του παγκόσμιου χρήματος.

«Σκέψου τα ασφαλιστικά ταμεία, Δανάη. Ειδικά εκείνα της Βόρειας Αμερικής και των βόρειων ευρωπαϊκών κρατών. Το καθένα από αυτά έχει μεγαλύτερο ποσοστό».

Ο πλούτος όμως δεν ήταν μόνο χρήμα, ήταν η γη, τα κτίρια, τα λιμάνια, τα ορυχεία, οι πετρελαιοπηγές, οι κάθε λογής εγκαταστάσεις. Οι οικογένειες είχαν το ένα τριακοσιοστό ή το ένα τετρακοσιοστό του συνολικού πλούτου.

«Δεν ελέγχουν τίποτα αυτές οι οικογένειες, Δανάη. Τον έλεγχο τον έχουν τα συμπλέγματα εξουσίας. Είναι απρόσωπα».

Επίσης οι οικογένειες είχαν πεντακόσια μέλη η καθεμιά τους, δηλαδή όλες μαζί ήταν διακόσιες πενήντα χιλιάδες άτομα.

«Ο πλούτος ενώνει, Δανάη, κανείς δεν φεύγει από το μέλι. Ο Πεντρένσκι τα ξέρει όλα αυτά. Εξαπατά τον κόσμο ξετσίπωτα. Είναι ένα σκουλήκι, ένα γελοίο υποκείμενο. Και το βιβλίο του ένα σκουπίδι. Δεν τον θεωρώ καν συγγραφέα. Αν τον είχα μπροστά μου θα τον έφτυνα!».

Ύστερα, μου αποκάλυψε ότι ο ρώσος είχε βρει μιμητή. Ήταν ο πολύς Παζολίνι. Ο ιταλός εμπνεύστηκε από τους Αφέντες ένα μυθιστόρημα, το Πετρέλαιο Θα ήταν  δύο χιλιάδες σελίδες. Θα κατήγγειλε τον καπιταλισμό.

«Ο ιταλός ήθελε να βγάλει τα λεφτά του ρώσου. Ήταν πολύ φιλοχρήματος».

Το Πετρέλαιο όμως δεν τελείωσε ποτέ. Ο ιταλός δεν είχε τα άντερα του ρώσου, ούτε την μεθοδικότητά του, τον πρόλαβε ο θάνατος το 1975.

Συνεχίζεται …

Άγγελος Χ. Μπατουδάκης

Πείτε μας την γνώμη σας

Περισσότερα

Μην Χάσετε

Τελευταία Νέα

Ακολουθήστε Μας