Ο ποιητής, συγγραφέας Θανάσης Σάλτας, μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών γράφει για την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης: “Mια τέτοια μέρα οφείλω να μιλήσω ποιητικά, να μοιραστώ την αλήθεια μου μέσα από στίχους και ποιήματά μου. Η ποίηση, μια μέρα σε βρίσκει, συνήθως μονάχο, μέσα στις μεγάλες σιωπές σου και σε καλεί να μιλήσεις. Θυμάμαι μια νύχτα που κοιτούσα τον ουρανό και μέσα μου γεννήθηκαν δυο φράσεις: «Άστρα, γινόμαστε Άστρα…».
Όλη τη νύχτα τραγουδούσα αυτή τη φράση… Τότες συνειδητοποίησα το μεγαλείο της απλότητας, με 3 λέξεις να ακραγγίζεις το σύμπαν… Τότε, είπα θα πω τα πολλά , με λίγα λόγια, χωρίς να αφήσω τίποτα απ’ έξω…. Κι από τότε άρχισα να γράφω λιτά , αφαιρετικά, ελεύθερα κι όσο πιο λίγο, τόσο πιο ποίηση…
Στο εφήμερο άγγιγμα,
βρίσκει ο ένας τον άλλον,
στο αιώνιο σμίξιμο,
χάνει ο ένας τον άλλον.
Πλάθει ο ένας τον άλλον,
Σαν να λιώνουν μαζί,
Στη φωτιά δύο μέταλλα,
Ο χρυσός με το σίδερο…
Στα απλά, στα καθημερινά, στις μικρές λεπτομέρειες ,κρυμμένη μια ποίηση, είδα κάποτε μια καρφίτσα κι έγραψα:
Να με δέσεις στο πέτο σου,
σαν μια ακριβοθώρητη,
ασημένια καρφίτσα,
εκεί στο μέρος της καρδιάς,
για να δένω με σένα…
Τότε κατάλαβα πως η ποίηση είναι παντού, αρκεί να έχεις τα μάτια να την δεις, στα μικρά και στα μεγάλα, στα ορατά και στα αόρατα είναι κρυμμένη η ομορφιά του κόσμου.
Πάρε μια μάσκα και συ,
Και βούτα αν θες να με δεις,
Σε καλώ στον βυθό μου…
Στα μεγάλα ερωτηματικά, στα μεγάλα γιατί, είναι κρυμμένη η ποίηση…
Κι είχε γίνει η καρδιά μου,
ένα δένδρο που άνθιζε,
σκόρπιζε το φύλλωμα του, στα πέρατα,
κι άφηνε σαν ηχώ,
κόκκινα φύλλα να φεύγουνε,
φέιγ βολάν που φωνάζανε σ’ αγαπώ,
Μ’ αγαπάς;
Κάθε μέρα η ποίηση με βρίσκει, είναι παντού και πουθενά, σαν μια αόρατη μορφή , έρχεται δίπλα μου και μου σιγοτραγουδά τα βράδια…
Όταν γυρνώ στο σπίτι μου,
εικόνες με κοιτάζουν
ανάβω το καντήλι μου
κι όλες με σένα μοιάζουν…
Την ώρα αυτή που σκέφτομαι
που να ‘σαι κι αν φοβάσαι
στον τοίχο ανάβει μια σκιά
και δίπλα μου κοιμάσαι…
Είσαι παντού και πουθενά,
στα αστέρια στο φεγγάρι,
στη γη αυτή που περπατώ,
κάτω απ’ το μαξιλάρι…
Κι άλλοτε έρχεται ελεύθερη, σαν αχαλίνωτο άλογο κι άλλοτε κομψή, αρμονικά μετρημένη, και κάθε φορά υπηρετεί έναν άλλον ρυθμό, το δικό της ρυθμό, αυτόν που κάθε φορά χτυπά στην καρδιά μας…
Κρύβω μια θάλασσα μέσα μου,
γιατί είμαι ολάκερη μια βάρκα,
μια βάρκα με ανθρώπινο πρόσωπο…,
Μια θαλασσόβαρκα είμαι
από τον μύθο ταξιδεμένων ονειρευτών,
μια θαλασσόβαρκα είμαι,
για το ταξίδι μου ζω…
Η ποίηση είναι μια θάλασσα δεν στερεύει ποτέ, γιατί τα πάντα γύρω μας είναι ποίηση, σε μας εναπόκειται να νιώσουμε την δόνηση της, να αφουγκραστούμε τον παλμό της, να νιώσουμε τη μουσική της. Ποιητής σημαίνει γράφω ότι νιώθω, χωρίς ταμπού και χαλινάρια, ελεύθερα όπου με πάει η ψυχή μου, όπου με πάει η στιγμή μου, αφήνομαι στη δόνηση του κόσμου… Τα ποιήματά μου έφυγαν μια μέρα από ‘μένα και βρήκαν τη μουσική τους, στη συλλογή «Φωνές στον Ελικώνα». Τα γράψαμε με ένα πιάνο, ελεύθερα, όπως τα νιώθαμε. Την μουσική τους έγραψε η συνθέτρια Χρυσάνθη Οικονομάκη. Μια μελωδία, ένα ποίημα και ένα εικαστικό έργο μας συντροφεύουν στο ποιητικό σύμπαν ενός ηλιοφώτιστου μεσημεριού.
Έσβησα ένα πυρωμένο μεσημέρι,
τη ζωή μου σαν ένα σύννεφο σκόνης
μέσα στην έρημο…
Μα όταν σηκώθηκε ο Λίβας
κι έπαψαν τα παιχνίδια της άμμου,
κατάλαβα ότι η ζωή μου επέστρεψε… “
Ακολουθεί στον παρακάτω σύνδεσμο το μελοποιημένο ποίημα Μεσημέρι